ηχαγωγός

ηχαγωγός
ός , ον проводящий звук, звукопроводящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηχαγωγός" в других словарях:

  • ηχαγωγός — ό αυτός που χρησιμεύει για τη μετάδοση τού ήχου («ηχαγωγός σωλήνας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»